Όσοι, νέο-, παλαιο- ή απλώς φιλελεύθεροι, επικαλούνται ή ερίζουν πάνω στον Hayek, τον Friedman ή τον Keynes, για να συλλάβουν, να διαγνώσουν και να προτείνουν τρόπους αντιμετώπισης της σημερινής κρίσης, θυμίζουν κάποιον που ενώ έχασε τα κλειδιά του σ'ένα μακρύ δρόμο, τα έψαχνε, μέσα στην ασέληνη νύχτα, σε ένα και μοναδικό μέρος, επειδή εκεί φώτιζε κάποιος ηλεκτρικός στύλος.
Αδύναμοι να ανάψουν νέα φώτα, "φιλελεύθεροι" οικονομολόγοι των αρχών του αιώνα μας - μη εξαιρουμένων και κάποιων βραβείων Νόμπελ - προσφεύγουν σε μοντέλα και θεωρήσεις του περασμένου αιώνα, που αντικατόπτριζαν τάσεις και προσδοκίες σ'ένα περιβάλλον βιομηχανικής επανάστασης και αφθονίας πόρων και ευκαιριών επένδυσης, όπου τα περιθώρια προστιθέμενης αξίας ήσαν μεγάλα και ο στόχος διαρκών πρωτογενών πλεονασμάτων και θετικών ρυθμών ανάπτυξης είχε νόημα και περιεχόμενο.
Η ισχύς των θεωρήσεων αυτών άρχισε, ήδη για την πραγματική οικονομία, να τίθεται υπό αίρεση στις αναπτυγμένες χώρες, από τη δεκαετία του '80, όταν αφενός κάποιοι πόροι έφθιναν ανησυχητικά και άρχισαν να παρατηρούνται μη αναστρέψιμες συνέπειες στο φυσικό περιβάλλον, αφετέρου διαπιστώθηκε κορεσμός σε πολλούς κλασικούς τομείς επένδυσης και ανάπτυξης.
Οι δύο δεκαετίες που ακολούθησαν χαρακτηρίστηκαν, όσον αφορά την πραγματική οικονομία, από προσπάθεια μετατόπισης του επενδυτικού ενδιαφέροντος από τους κλασικούς τομείς σε αυτούς των ΤΠΕ. Ωστόσο κι εδώ η προσφορά ξεπέρασε πολύ γρήγορα τη ζήτηση.
Η νέα οικονομία, των αγορών κεφαλαίων και των πάσης μορφής άυλων τίτλων και χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών, που αναπτύχθηκε τελευταία με πρωτόγνωρα σχήματα και ρυθμούς και η οποία, κατά κύριο λόγο, τροφοδότησε τις κάθε είδους φούσκες (δημόσιες και ιδιωτικές), δεν ήταν παρά μια προσπάθεια των φιλελεύθερης αντίληψης οικονομιών να ικανοποιήσουν δείκτες και κριτήρια (ΑΕΠ, ρυθμοί ανάπτυξης, πλεονάσματα, ισοζύγια, ισολογισμοί…) που ήταν πλέον αδύνατο να ικανοποιηθούν με όρους πραγματικής οικονομίας.
Μοιραία, όταν τα δάνεια των χωρών ανά τον πλανήτη ξεπερνούν κατά πολύ το παγκόσμιο προϊόν, όλες οι φούσκες αλυσιδωτά θα σκάσουν, και του δημόσιου και των τραπεζών, και, λογικά, όχι μόνο της Ελλάδας, αλλά όλων των χρεωμένων χωρών. Οι θεωρούμενοι ως ισχυρότεροι απλώς προσπαθούν να πάρουν παράταση ζωής, επιχειρώντας να απομυζήσουν αδηφάγα όσους πόρους μένουν ακόμα κι επανασυγκεντρώνοντας τα κεφάλαια που δάνεισαν ή, όπως προτιμούσαν να το εννοούν πριν, «επένδυσαν» σε μια ανύπαρκτη, για την φιλελεύθερη οικονομική σκέψη του περασμένου αιώνα, ανάπτυξη. Όμως, σ’ένα πλανήτη με πεπερασμένο, αν όχι φθίνον, προϊόν, για πόσο ακόμα θα έχουμε πρωτογενή πλεονάσματα, έστω και μέσω απομύζησης, για να αποπληρώνονται οι τεράστιες φούσκες των χρεών και να διατηρείται μια ανέφικτη μορφή ανάπτυξης;
Το θέμα δεν είναι επομένως ποιες φούσκες φταίνε περισσότερο και αν πρέπει να σπάσουν όλες, αλλά αν έχει νόημα σήμερα κι αν μπορεί να διατηρηθεί μια αντίληψη οικονομίας και ανάπτυξης (και κατ’αντιστοιχία κρίσης και διάγνωσης) που βασίζεται σε ξεπερασμένα μοντέλα του περασμένου αιώνα. Οι θέσεις των Hayek, Friedman και Keynes, άσχετα αν διέφεραν, ήταν ρηξικέλευθες επειδή ήταν σε συνάφεια με την εποχή τους. Οι «φιλελεύθεροι» μαθητευόμενοί τους, μεταφέροντάς τες κι εφαρμόζοντάς τες τυφλά στις σημερινές συνθήκες, χάνουν εξ όψεως το ανέφικτο του κλασικού τύπου ανάπτυξης και το μόνο που καταφέρνουν είναι να συμβάλλουν στη σύγχυση, προτείνοντας λάθος διαγνώσεις σε λάθος κρίσεις.
Ας απαλλαγούν οι κοινωνίες από το άγχος των αέναων πλεονασμάτων και των θετικών ρυθμών ανάπτυξης. Ούτε εφικτά είναι, ούτε απαραίτητα για το βιοτικό τους επίπεδο.